χαλυβοποιώ

χαλυβοποιώ
(ε) μετ. производить сталь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χαλυβοποιώ" в других словарях:

  • χαλυβοποιώ — έω, Ν χαλυβδώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + ποιώ*] …   Dictionary of Greek

  • χαλυβοποιώ — χαλυβοποίησα, μετατρέπω το σίδερο σε χάλυβα, ατσαλώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλυβοποίηση — η, Ν [χαλυβοποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαλυβοποιώ …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • χαλυβώνω — 1. χαλυβοποιώ, μετατρέπω σίδερο σε χάλυβα. 2. προσαρμόζω χάλυβα σε μετάλλινο αντικείμενο, ατσαλώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»